Ισθμοί — Ἰσθμοῑ (Α) επίρρ. 1. στον Ισθμό, επί τού Ισθμού, ἐν τῷ Ισθμῷ 2. στα Ίσθμια, στους Ισθμικούς αγώνες («Ἰσθμοῑ τά τ ἐν Νεμέᾳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰσθμός + επιρρ. κατάλ. οι (πρβλ. οἴκ οι)] … Dictionary of Greek
Ἰσθμοῖ — on the Isthmus indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμοῖ — on the Isthmus indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμοῖ' — Ἰσθμοῖο , ἰσθμός neck masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμοῖ' — ἰσθμοῖο , ἰσθμός neck masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμοί — ἰσθμός neck masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Предложный падеж — (грамм.) русское название древнего местного падежа, данное ему потому, что он употребляется теперь только в соединении с предлогами (в, на, о, по, при). Местный падеж в индоевропейских языках в единственном числе образуется двумя способами: 1) в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
πανηγυριστήριον — τὸ, Α τόπος όπου γίνονταν πανηγύρεις («ἐν τοῑς κοινοῑς τῆς Ἑλλάδος πανηγυριστηρίοις Ὀλυμπίασι καὶ Ἰσθμοῑ καὶ Νεμέᾳ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πανηγυρίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. λογισ τήριον)] … Dictionary of Greek
πυλοιγενής — και πυληγενής, ές, Α αυτός που γεννήθηκε στην Πύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πύλος + γενής (< γένος < γίγνομαι). Το α συνθετικό πυλοι έχει τη μορφή παλιάς τοπικής πτώσης (πρβλ. Ἰσθμοῖ)] … Dictionary of Greek